θλιφτικός

θλιφτικός
ή, -ό (Α θλιπτικός, -ή, -όν) [θλίβω]
νεοελλ.
1. θλιβερός, λυπητερός, πένθιμος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα θλιφτικά (ενν. ρούχα)
τα πένθιμα ρούχα, η πένθιμη αμφίεση
αρχ.
αυτός που προκαλείται από θλίψη, από σύνθλιψη («θλιπτικὸν πάθημα», Γαλ.).
επίρρ...
θλιπτικώς (Α)
με πίεση, με σύνθλιψη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θλιφτικός — ή, ό 1. λυπημένος, πένθιμος. 2. το ουδ. στον πληθ., θλιφτικά πένθιμα ενδύματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”